δασοκομία

δασοκομία
και δασοκομική, η
κλάδος τής δασικής επιστήμης ο οποίος ασχολείται με τη δημιουργία και την καλλιέργεια τών δασών σύμφωνα με τους στόχους τής δασικής διαχειριστικής για να επιτευχθούν τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασοκόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δασοκομία — η κλάδος της δασολογίας που ασχολείται με τη φροντίδα των δασών: Η υλοτόμηση των δασών πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τις υποδείξεις της δασοκομίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δασοκομικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στη δασοκομία 2. φρ. «δασοκομικός χειρισμός» ο καλλιεργητικός χειρισμός τών δασοσυστάδων σύμφωνα με τους κανόνες τής δασοκομίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < δασοκομία. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Πρωία] …   Dictionary of Greek

  • βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

  • γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… …   Dictionary of Greek

  • δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …   Dictionary of Greek

  • δασοκόμος — ο, η 1. ο ειδικός στη δασοκομία 2. υπάλληλος ειδικά εκπαιδευμένος για τη φύλαξη και επιτήρηση τών δασών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + κόμος < κομώ «φροντίζω»] …   Dictionary of Greek

  • δασός — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …   Dictionary of Greek

  • πεύκο — Κοινή ονομασία κωνοφόρων δέντρων που ανήκουν στο βοτανικό γένοςπίνος. Το γένος αυτό εμφανίστηκε κατά τη μεσολιθική περίοδο και διαδόθηκε περισσότερο κατά το κρητιδικό. Στην Ελλάδα σχημάτιζε εκτεταμένα δάση κατά το μειόκαινο. Η ευρεία διάδοση των… …   Dictionary of Greek

  • υλόβιος — (hulobius). Γένος εντόμων της οικογένειας των Κουρκουλιονιδών, της υπόταξης των πολυφάγων. Περιλαμβάνει διάφορα είδη μεγάλων σκαθαριών, που ζουν κυρίως στο βόρειο ημισφαίριο. Το σώμα των υ. είναι μακρουλό και η κοιλιά τους, σε σχήμα αβγού,… …   Dictionary of Greek

  • φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”